- ηλιόσπορος
- και λιόσπορος, οβοτ. ο σπόρος τού φυτού ηλίανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + σπόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
εχίνοψη — (echinopsis). Διάφορα φυτά της οικογένειας των συνθέτων είναι γνωστά με αυτό το όνομα. Ανάμεσά τους είναι πόες, συνήθως πολυετείς, με αγκαθωτά φύλλα που μοιάζουν με φτερά. Τα άνθη τους, που είναι συγκεντρωμένα σε σφαιροειδείς ταξιανθίες, είναι… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
λιόσπορος — ο βλ. ηλιόσπορος … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
σπόρια — τα 1. γενικά οι σπόροι: Κράτησε σπόρια από καρπούζι, για να τα σπείρει την επόμενη χρονιά. 2. κολοκυθόσπορος ή ηλιόσπορος καβουρντισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)